γερροχελώνη

γερροχελώνη
γερροχελώνη, η (Α)
βλ. γέρρον (4).
[ΕΤΥΜΟΛ. < γέρρον + χελώνη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • γερροχελώνη — penthouse fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γερροχελωνῶν — γερροχελώνη penthouse fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γερροχελώνας — γερροχελώνᾱς , γερροχελώνη penthouse fem acc pl γερροχελώνᾱς , γερροχελώνη penthouse fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γέρρον — γέρρον, το (Α) 1. κάθε αντικείμενο πλεγμένο από ευλύγιστες βέργες, συνήθως λυγαριάς 2. η επιμήκης ασπίδα τών Περσών, σκεπασμένη με δέρμα βοδιού 3. το ψαθωτό τμήμα τής άμαξας 4. η γερροχελώνη, δηλ. πολιορκητική μηχανή σε σχήμα χελώνας… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”